- επαίσχυντος
- -η, -οεπίρρ. -α εκείνος για τον οποίο ντρέπεται κανείς ή πρέπει να ντρέπεται, επονείδιστος: Επαίσχυντη διαγωγή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επαίσχυντος — η, ο( ν) αυτός για τον οποίο ντρέπεται κανείς, επονείδιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *αισχυντός (< αισχύνομαι «ντρέπομαι»). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
αισχρός — ή, ό (Α αἰσχρός, ά, όν) 1. αυτός που προκαλεί την ντροπή, επονείδιστος, επαίσχυντος, ατιμωτικός 2. ανήθικος, φαύλος, κακοήθης, άθλιος, φρικτός αρχ. 1. (ως αντίθ. τού καλός) (για την εξωτερική εμφάνιση) άσχημος, δύσμορφος, παραμορφωμένος 2.… … Dictionary of Greek
αισχύνω — (Α αἰσχύνω) 1. ντροπιάζω, αμαυρώνω, ρεζιλεύω 2. μέσ. ντρέπομαι, ντροπιάζομαι, αισθάνομαι αισχύνη αρχ. 1. κάνω άσχημο, ασχημίζω, παραμορφώνω («αἱματόεν ρέθος αἰσχύνει» Σοφ. Αντιγόνη, 529) 2. ατιμάζω (γυναίκα), μοιχεύω 3. περιφρονώ, απαξιώ 4. μέσ.… … Dictionary of Greek
εντράπελος — ἐντράπελος, ον (Α) αισχρός, επαίσχυντος, επονείδιστος … Dictionary of Greek
ακατονόμαστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν κατονομάζεται, δε λέγεται με το όνομά του: Μένει ακόμη ακατονόμαστος ο υποκινητής των ασχημιών αυτών. 2. εκείνος που δεν πρέπει ή δε θέλει κανείς να αναφέρει, επαίσχυντος: Άρχισε να ξεστομίζει βρισιές ακατονόμαστες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)